Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΚΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑΣ


Άμα πέθανε ο Κουτσομελέτης -όπως τον φώναζαν, γιατί ήταν ανάπηρος από το δεξί πόδι- πολλές γειτόνισσες πήγαιναν για παρηγοριά τα βράδια στο σπίτι της κυρά Ευγενείας της Μελέταινας. Οι πιο πολλές ήταν χήρες, μεγάλες στην ηλικία. Μερικές φοράγανε μαύρο μαντήλι δεμένο κάτω απ' το σαγόνι τους, άλλες είχαν αφήσει τα μαλλιά τους ακούρευτα και άπλυτα σε ένδειξη πένθους.

Η κυρά Κώσταινα καθόταν με μισάνοιχτα πόδια σ' ένα σκαμνί κοντά στη σόμπα. Το μέσα μέρος από τις γάμπες είχε καψαλίθρες από τη δυνατή ζέστη, πού ανάδινε το μαγκάλι του σπιτιού της όταν το πλησίαζε πολύ κοντά τις κρύες νύχτες στο καμαράκι της. Οι μαύρες κάλτσες της σταματούσαν κάτω απ' το γόνατο, στριμμένες ρολό πάνω απ' τις καλτσοδέτες.

Μια κοντόχοντρη μαυροφορεμένη κυρούλα άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει. Άφηναν την εξώπορτα ανοιχτή ή μισόγυρτη για να μπαίνει ο κόσμος, καλοδεχούμενος όταν πήγαινε να συλλυπηθεί τους συγγενείς του μακαρίτη· καλησπέριζε και έπαιρνε θέση στον κύκλο.

Μια φωτογραφία του κυρ Μελέτη ήταν πάνω στο τραπέζι· ένα καντηλάκι έκαιγε μπροστά της. Άστραφτε από καθαριότητα το ποτηράκι με το λάδι. Η φλόγα από το λουμίνι φώτιζε καθαρά το πρόσωπο του συχωρεμένου.

Μια νεαρή ξαδέλφη του εκλιπόντος είχε μετακομίσει στο σπίτι του και βοήθαγε τη χαροκαμένη χήρα, που δεν είχε παιδιά, στην προετοιμασία των τελετουργικών, για τα εννιάμερα και το μνημόσυνο των σαράντα. Μόλις είχαν περάσει τα τριήμερα κι η χήρα του Μελέτη ήταν απαρηγόρητη για την αμπάγια της.

Αναστέναζε και ξανααναστέναζε σκουπίζοντας τις άκρες των ματιών της με το άσπρο βατιστένιο μαντηλάκι, που το στόλιζε μια μαύρη μπορντούρα γύρω, γύρω. Άντε φτιάξε κανένα καφέ μωρ' Τριανταφυλλιά, είπε στην κοπέλα μια απ' τις συμπαραστεκούμενες. Ήρθαν οι καφέδες μαζί με παξιμαδάκια που 'χαν περισσέψει απ' την κηδεία. Ρούφαγαν όλες μαζί το καϊμάκι με τις φουσκάλες, κάνοντας φασαρία με τα χείλια τους, που τα πλατάγιζαν λες και τα τσούζανε. Ξαφνικά η κυρά Μελέταινα δεν άντεξε άλλο. Ακούμπησε το κουπάκι στο πιατάκι και ξεφώνισε. Εγώ πίνω καφέ Μελέτη μ' και συ έφυγες. Το 'χασα η άμοιρη. Πώς το 'κανα αυτό, η χαμένη, πώς μπόρεσα να σ' αφήσω να φύγεις χωρίς να σ' βάλλω το μπαστούνι σ'; Πώς θα πάει επάνω, πώς θ' ανέβει ο δύστυχος;

Κερώσανε όλες οι χήρες. Πώς το ξέχασε; Τέτοια αμέλεια... Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους άναυδες και το κοινό μυστικό τους τις έπνιξε ομαδικά. Σε μια απότομη κρίση υστερίας άρχισαν ομαδόν να ολολύζουν. Η κυρά Κώσταινα έλεγε και ξανάλεγε. Αμ' 'γώ, π' ξέχασα τη τραγιάσκ' τ'; Θα ξεφλουδάει η φαλακρίτσα τ' στον ήλιο... Η κοντόχοντρη κυρούλα φύσαγε και ξεφύσαγε.

Αχ, 'γώ η άπουνη να ξηχάσω τις μασέλες τα', Πώς θα τρώει ο έρημος, Πως θα χουνεύει χωρίς να μασάει. Μ' τον φέραν με δεμένα τα σαγώνια τ' απ' του νουσουκουμείου... Η κυρά Μήτσαινα χτύπαγε τις παλάμες στα μπούτια της και το κεφάλι της πηγαινοερχόταν πέρα δώθε λέγοντας.

Ωχ, η μαύρη, τα ματογυάλια τα' δεν τάβαλα μαζύ τα'. Είχε κι' καταράχτ. Πώς θα γλέπ' άμα σουρουπώνει, ο καψερός; Πάει το μυαλό μ', μ' όχει φύγ'.

Τότε ξεσπάει σε λυγμούς η Μαστρογιώργαινα. Τα' ακουστικό σ' Γιώργη μ'... τα' ακουστικό σ'. Τα' ακούμπησα πάνω στο κομό όταν μπήκε ο Μιχάλης με τα ψάρια για του τραπέζ'. Πώς θ' ακούς χαντακουμένε;

Μου φάνταξαν όλες μαζί πελώριες καθιστές λάμιες. Το μοιρολόι τους κατατρόμαξε την παιδική μου ψυχούλα. Πισωπάτησα τρέμοντας σύγκορμη κι έτρεξα σπίτι μας κυνηγημένη από τους τεράστιους ίσκιους των πεθαμένων, χωρίς να πάρω πίσω την πετσέτα που 'χε τυλίξει η μάνα μου, η Κυρά Βάσω, η γιατρίνα, ένα πιάτο με πίττα για τη φαρμακωμένη χήρα.

1946-1949


Τον είπαν Αντάρτικο, τον είπαν Συμμοριτοπόλεμο, τον είπαν Εμφύλιο... όμως όποιο όνομα κι αν του έδωσαν, ένα νόημα βγαίνει και μοναδικό. Είναι η αιώνια κατάρα, που δεν αφήνει τον πολυμήχανο Ρωμιό να προκόψει, με τους όμοιούς του, στον ίδιο του τον τόπο. Το Ρωμιό, που γίνεται Λεωνίδας, αλλά και Εφιάλτης... το Ρωμιό, που γίνεται Παλαιολόγος, αλλά και Νοταράς... το Ρωμιό, που γίνεται Κολοκοτρώνης, αλλά και Νενέκος.
Η Φιλιππιώ, μικρό κοριτσάκι την περίοδο του Εμφύλιου, ζει στο χωριό. Ζει την καθημερινότητα των χιλιάδων Ελλήνων, που απέχουν από πολεμικές συγκρούσεις και εθνικές μειοδοσίες.
Αυτή την καθημερινότητα, η Φιλιππιώ, μεγάλη γυναίκα σήμερα, την περιγράφει στα μικρά αυτά κείμενα, που θα δημοσιεύουμε στη συνέχεια, όπως τη θυμάται... όπως τη βίωσε τότε.